000 03232nam a2200253 4500
001 8160
010 _a978-960-499-278-2
090 _a8160
100 _a20190527d2018 m||y0grey50 0 ga
101 0 _agre
102 _aGR
105 _a|||||||||||ay
106 _ar
200 1 _aΑνυπότακτοι δύσκολων καιρών
_fΤάσος Κανταράς
210 _aΑθήνα
_cΤόπος
_d2018
215 _a280 σ.
_d20 εκ.
330 _aΈνα κοινωνικό, πολιτικό και ιστορικό μυθιστόρημα, συνέχεια του προηγούμενου βιβλίου του συγγραφέα Διαρκές Φύλλο Πορείας. Ο Διαμαντής, κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, επιστρέφει στο χωριό του μετά από τέσσερα χρόνια εμφυλίου πολέμου. ....η Φωτεινή συνέχιζε να βγάζει ένα, ένα τα ρούχα από τον στρατιωτικό σάκο, όταν στο κάτω μέρος του ένιωσε το χέρι της να ακουμπάει σε κάτι μεταλλικό. Γύρισε τον σάκο ανάποδα. Έπεσαν κάτω, ο τσαλακωμένος μπερές με το σήμα του μηχανικού και η τελευταία φανέλα του, μέσα στην οποία υπήρχαν δύο χάλκινοι σταυροί πιασμένοι με μεταξωτές κορδέλες. Ταράχτηκε. Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί ή να στενοχωρηθεί. Παίρνοντας στα χέρια της τα μετάλλια, κοίταξε με προσοχή τα διπλώματα στα οποία καταγραφόταν η ημερήσια διαταγή της απονομής. Το ένα, είχε το όνομα της Βασίλισσας Φρειδερίκης, το άλλο, του Διοικητού του Γ' Σώματος Στρατού! Σήκωσε το κεφάλι της και κάρφωσε με το βλέμμα της τον Διαμαντή, που καθόταν στο χαγιάτι μαζί με τον Μανώλη. «Τι είναι τούτα, ρε κέρατά; Γιατί σ' τα έδωσε αυτή η ξεφτιλισμένη;». Η βραχνάδα της φωνής της φανέρωνε πιο πολύ την αγωνία της, για το τι απάντηση θα έπαιρνε. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) «Γυρίσανε πολλοί σημαδεμένοι απ' του καιρού την άγρια πληρωμή στο μεσοστράτι τέσσερις ανέμοι τους πήραν για σεργιάνι μια στιγμή και βρήκανε τη φλόγα που δεν τρέμει και το μαράζι δίχως αφορμή.»
606 _9284532
_aΝεοελληνική πεζογραφία
_z21ος αι.
676 _a889.34
700 1 _4070
_aΚανταράς
_bΤάσος
801 _aGR
_bLIBR_Malevizi
_gAACR2