000 05619nam a2200289 4500
001 5680
010 _a978-960-417-502-4
090 _a5680
100 _a20180723d2016 m||y0grey5005 ga
101 1 _agre
_cnor
102 _aGR
105 _ay|||z|||000ay
106 _ar
200 1 _aΗ βασίλισσα του Σάβα
_aΗ κυρία από το Τίβολι
_aΚρυφός πόνος
_fΚνουτ Χάμσουν
_gμετάφραση Φρίξος Ηλιάδης
210 _aΑθήνα
_cΕμπειρία Εκδοτική
_d2016
215 _a94 σ.
_d20 εκ.
225 1 _aΠαγκόσμια Κλασική Λογοτεχνία
330 _aΗ ΒΑΣΙΛΙΣΑ ΤΟΥ ΣΑΒΑ Είναι μια Αιθιοπίνα δεκαεννιά χρόνων, λυγερή, εκθαμβωτικά όμορφη, βασίλισσα και γυναίκα στο ίδιο πρόσωπο... Σηκώνει το πέπλο από το πρόσωπό της και ρίχνει το βλέμμα της στον βασιλιά. Τα μαύρα μαλλιά της σκεπάζονται ολότελα από το ασημοδιάφανο διάδημα που φοράει. Φαίνεται σαν μια Ευρωπαία που ταξίδεψε στην Ανατολή και πήρε κάποια πνοή απ' τον ήλιο της. Μόνο τα μάτια της έχουν το μαύρο χρώμα που προδίδουν την πατρίδα της, εκείνο το σκοτεινό και φλογερό ταυτόχρονα βλέμμα, που κάνει τον θεατή να ταξιδεύει μαζί της. Δεν μπορεί να ξεχάσει κανείς αυτά τα μάτια, θα τα θυμάται για πολύ καιρό και θα τα βλέπει μέσα στα όνειρά του... Είναι το κυνήγι μιας χίμαιρας, μιας φαντασίωσης, ενός ανεκπλήρωτου έρωτα, όπου η ματαιοδοξία και το τυφλό πάθος οδηγούν πεισματικά τον άνθρωπο σ' ένα αέναο και εναγώνιο ταξίδι με άγνωστο τέλος... Στον τελευταίο σταθμό περιμένουν η απογοήτευση και η συντριβή, καθώς η βασίλισσα ρίχνει το πέπλο της και αποκαλύπτει την πεζή πραγματικότητα, διαλύοντας όνειρα, πόθους και ψευδαισθήσεις. Η ΚΥΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΤΙΒΟΛΙ Ο καιρός πέρασε, το παιδί γεννήθηκε, ο οικογενειακός γιατρός κατά περίεργη σύμπτωση είχε πάει τότε στην επαρχιακή πόλη και ενώ η νεαρή μητέρα κειτόταν ακόμα άρρωστη στο κρεβάτι, της ανήγγειλαν ότι το παιδί της είχε πεθάνει. Είχε γεννηθεί πεθαμένο; Όχι, έζησε μερικές μέρες. Το ζήτημα όμως ήταν πως το παιδί δεν είχε πεθάνει. Όλο αυτό το διάστημα δεν ήθελαν ν' αφήσουν τη μητέρα να δει το παιδί της· τέλος, τη μέρα της ταφής, της το έφεραν μέσα σ' ένα φέρετρο. "Μα τότε δεν ήταν νεκρό, σας λέω. Ζούσε, είχε αίμα στα μάγουλά του και κούνησε μερικές φορές τα δάχτυλα του αριστερού χεριού του". Παρά τον θρήνο της μητέρας, πήραν το παιδί και το έθαψαν. Ο οικογενειακός γιατρός και η μαμή φρόντισαν για όλα. ΚΡΥΦΟΣ ΠΟΝΟΣ Κάτι μ' έσπρωχνε παρά τη θέλησή μου. Αισθανόμουν πως ήμουν δυσάρεστα συγκινημένος και πέρασα μπροστά από το βαγόνι του. Μα ενώ προχωρούσα, σκέφτηκα ξαφνικά πως θα μπορούσε να πιστέψει ότι τον φοβόμουν. Επειδή ήμουν κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερος, δεν ήθελα να υποχωρήσω μπροστά στον παράξενα ενδιαφέροντα αυτόν άνθρωπο. Γύρισα πίσω, παριστάνοντας ότι έψαχνα ακόμα θέση στον συρμό, και σταμάτησα αδιάφορα και σαν να ήταν τυχαίο μπροστά στο βαγόνι του. Άνοιξα την πόρτα κι ανέβηκα. Το βαγόνι ήταν αδειανό. Εκτός από αυτόν δεν ήταν κανένας άλλος μέσα. Αφού ανέβηκα, πέρασα από μπροστά του και εκείνος μάζεψε τα πόδια του, για να μου κάνει χώρο, ενώ ταυτόχρονα με κοίταξε σαν να μη με είχε δει καθόλου, αν και ήμουν βέβαιος ότι λίγο πριν μου είχε γνέψει.
606 _9256753
_aΣκανδιναβική λογοτεχνία
606 _98986
_aΝορβηγική λογοτεχνία
676 _a839.8236
700 1 _4070
_aHamsun
_bKnut
_f(1859-1952)
702 1 _4730
_918835
_aΗλιάδης
_bΦρίξος
_f(1928-)
801 _aGR
_bLIBR_Malevizi
_gAACR2