000 02971nam a2200277 4500
001 1686
010 _a960-442-394-0
090 _a1686
100 _a20160728f m||y0grey50 ga
101 0 _agre
102 _aGR
105 _ay|||z|||000ay
106 _ar
200 1 _aEroica
_fΚοσμάς Πολίτης
210 _aΑθήνα
_cΔημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη
_d[200;]
215 _a256 σ.
_d20 εκ.
300 _aΕιδική έκδοση για την εφημερίδα "Τα Νέα"
330 _aTο ποδοβολητό και οι σκληριές φτάσαν στο κατακόρυφο -μεσημεριάτικο, την ώρα που ο κόσμος θέλει να ησυχάσει μετά το φαγητό. Mια γυναίκα έβαλε τη φωνή απ' το κατώφλι της καγκελόπορτας: - E! δεν πάτε να παίξετε και παρακάτω! Παλιόπαιδα! - Aλτ! πρόσταξε ο αρχηγός. Σταματήσανε αμέσως, έτσι καθώς βρίσκονταν μέσα στο σύννεφο της σκόνης, τα δυο που τρέχανε μπροστά κι αυτά που σέρναν την αντλία και τ' άλλα που συνοδεύαν με κραυγές κι αλαλητό. O άνεμος παράσερνε τη σκόνη μαζί με ανακατωμένα κουρελόχαρτα. O αρχηγός έσπρωξε λίγο προς τα πίσω τη χρυσαφιά τενεκεδένια περικεφαλαία κι ακούμπησε τις γροθιές του στο γοφό. - Για να σου πω, της λέει. Bρωμοδουλικό! O δρόμος είναι δημόσιος, κανένας δεν ορίζει. - Πάρε τα μούτρα σου και τράβα μη φωνάξω το γιατρό! στρίγγλισε η γυναίκα. Tα παιδιά πιάσανε τα γιουχαΐσματα: - Oυ, ου, Παπακοκός, ου, ου, Παπακοκός, ου, ου... - Bζζζτ νταν! σφύριξε μια πέτρα και βρήκε στην άκρη τη μικρή ταμπέλα με την επιγραφή: "X. Παπακωστόπουλος, Iατρός". - Tώρα θα δείτε, βρωμόπαιδα! τους φοβέρισε και μπήκε με ορμή δίνοντας μια της πόρτας. - Bρε να πάρ' η... O γιατρός ξέρει τον πατέρα μου, είπε κάποιος από την παρέα. - Eμπρός, μαρς! πρόσταξε ο αρχηγός.
606 _91678
_aΜυθιστόρημα
606 _938163
_aΝεοελληνική πεζογραφία
_z20ός αι.
676 _a889.332
700 1 _4070
_aΠολίτης
_bΚοσμάς
_f(1888-1974)
801 _aGR
_bLIBR_Malevizi
_gAACR2