000 03489nam a2200253 4500
001 15298
010 _a978-960-325-692-2
100 _a20231201d2007 m||y0grey50 0 ga
101 0 _agre
102 _aGR
105 _ay|||z|||000ay
106 _ar
200 1 _aΔιπλωμένα φτερά
_fΓιάννης Ατζακάς
210 _aΑθήνα
_cΆγρα
_d2007
215 _a165 σ.
_d21 εκ.
330 _a"Η κακορίζικη εκείνη χρονιά -η καταραμένη θα την πω τώρα- είχε δεν είχε φτάσει ακόμη στα μισά της και πήγαινε όπως άρχισε, πάντα πάνω στην κόψη του ξυραφιού. Και τα χειρότερα δεν είχαν ακόμη συμβεί. Τότε ήρθε η ώρα του όξους και της χολής, η ώρα του αίματος και του θανάτου". Είχε από χρόνια αποτραβηχτεί στο παλιό σπίτι στην πλαγιά του βουνού. Τα δειλινά, κάτω από τα δέντρα που μαζί τους είχε ριζώσει στα καρπερά της χώματα, βλέποντας τον ήλιο να χαμηλώνει στη θάλασσα, ζούσε και το δικό του λυκόφως. Μέχρις, ότου, εντελώς αναπάντεχα, οι "άνεμοι της μνήμης" τον ανασήκωσαν από τον ξένο τόπο και τον εναπόθεσαν απαλά στο μακρινό νησί του, μπροστά στην πατρογονική εστία, τον γύρισαν πίσω στη σημαδιακή εκείνη χρονιά, τη χρονιά του ξεριζωμού. 'Ηρθαν τότε κοντά του, όπως ήταν στον καιρό τους, στη ρημαγμένη ζωή τους, οι σκιές της γιαγιάς και του παππού: η γριά-Βενετιά, που από βρέφος τη φώναζε μάνα, να τρέχει από χάραμα ως νύχτα να προλάβει να τα φέρει όλα σε πέρας· και τα βράδια, στο φως του δαυλού, η ακάματη και γνωστική γερόντισσα με τις "ορμήνιες" της να πολεμά να τον πλάσει για έναν κόσμο που νόμιζε ότι θα διαρκέσει για πάντα. Ως τα στερνά της, που πήρε να ψυχανεμίζεται τον άγγελό της κι "αγγελιάστηκε". Τέλειωνε το 1949. Ο πατέρας είχε χαθεί, χωρίς ίχνη, στους σκοτεινούς δρόμους της Ιστορίας. Η μάνα είχε σβήσει στη γέννα του, πριν από οκτώ ακριβώς χρόνια. Κι αυτός θα έβρισκε, πριν καλά βγει το δίσεκτο εκείνο έτος, μιαν ακόμη μητέρα -τη "Μεγάλη Μητέρα" των απορφανισμένων παιδιών ενός αδικαίωτου κι αδυσώπητου πολέμου.
606 _9284532
_aΝεοελληνική πεζογραφία
_z21ος αι.
676 _a889.34
700 1 _4070
_aΑτζακάς
_bΓιάννης
_f(1941-)
801 _aGR
_bLIBR_Malevizi
_gAACR2
090 _a15298